συγκινούμαι

συγκινούμαι
συγκινούμαι, συγκινήθηκα, συγκινημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
συγκινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (συγκινιόμουν)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …   Dictionary of Greek

  • επικινώ — ἐπικινῶ, έω (Α) [κινώ] 1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῑν ὑγρῶς ἐπικινεῑται», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐπικινοῡμαι, έομαι χειρονομώ, κάνω κινήσεις 3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῡντο ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • επικλώ — ἐπικλῶ, άω (AM) παθ. ἐπικλῶμαι, άομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι, λυγίζω («καὶ μὴ παλαιὰς ἀρετάς... ἀκούοντες ἐπικλασθῆτε», Θουκ.) μσν. παθ. μοιράζομαι, μερίζομαι αρχ. 1. λυγίζω, κάμπτω, στρέφω 2. (για πρόσ.) φρ. «ἐπικλῶμαί τι» έχω κάτι λυγισμένο… …   Dictionary of Greek

  • καρδίτσα — Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη… …   Dictionary of Greek

  • καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… …   Dictionary of Greek

  • καταδεύω — (Α) 1. περιχέω με υγρό, καταβρέχω («κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων», Ομ. Ιλ.) 2. συγκινούμαι («ὁ καταδευόμενος τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δεύω (Ι) «υγραίνω, βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακάμπτω — (Α) 1. κάμπτω προς τα κάτω ώστε να σχηματιστεί κοίλωμα 2. καλύπτω με θόλο 3. ανατρέπω τις ελπίδες 4. παθ. κατακάμπτομαι συγκινούμαι, κάμπτομαι με δέηση …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • παρακινώ — παρακινῶ, έω, ΝΜΑ συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω αρχ. 1. διαταράσσω, συγχέω 2. διαταράσσομαι, θολώνομαι 3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων 4. κινώ σφοδρώς …   Dictionary of Greek

  • προσπάσχω — ΜΑ 1. συμπάσχω, συμπονώ 2. είμαι εντελώς αφοσιωμένος σε κάποιον ή νιώθω σφοδρή επιθυμία για κάτι («ταῑς κατά θάλασσαν ἐργασίαις προσπάσχειν», Δικαίαρχ. Γεωργ.) αρχ. 1. υποφέρω κάτι ακόμη («μείζω τῶν προτέρων προσπάσχειν», Ισοκρ.) 2. συγκινούμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”